Εφαρμογή του

ponctuel στα ελληνικά
ponctuel
λέγεται
πονκτυέλ
.
ponctuel
σημαίνει στα ελληνικά
συνεπής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- spot / message : διαφημιστικό μήνυμα / τηλεοπτική διαφήμιση
- pinceau / faisceau ponctuel : δέσμη εξαιρετικά λεπτή
- pinceau / faisceau étroit : στενής δέσμης
- marché spot / marché ponctuel : αγορά spot / αγορά τοις μετρητοίς
- grève bouchon / grève sélective : απεργία θρόμβωσης / απεργία μπουλώματος
- feu ponctuel : σημείο φωτός
- appui ponctuel : σημειακό εφέδρανο
- point de collage / collage par points : σημειακή κόλληση
- lampe ponctuelle : σημειακός λαμπτήρας
- pluie ponctuelle : βροχόπτωσις σημείου
Subscribe
0 Comments