Εφαρμογή του

portée στα ελληνικά
portée
λέγεται
πορτέ
.
portée
σημαίνει στα ελληνικά
εμβέλεια / γεννήματα / βολή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- portée / champ d'application : όρια ισχύος / πεδίο εφαρμογής
- portée : σημάδια φθοράς οδόντων
- portée : βεληνεκές
- portée / portée de fils : ομάδα νημάτων στημονιού
- portée / tourillon : τριβέας / στροφέας
- portée : εύρος
- portée : άνοιγμα / υποτεινούμενο τόξο γραμμής
- portée : ακτίνα / άνοιγμα γερανού
- portée : διαδρομή / μήκος σιδηροτροχιών
- portée : ακτίνα δράσης
Subscribe
0 Comments