Εφαρμογή του

pose στα ελληνικά
pose
λέγεται
ποζ
.
pose
σημαίνει στα ελληνικά
τοποθέτηση / βάλσιμο / πόζα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pose : διαδικασίες στρώσης / διαδικασίες τοποθέτησης
- pose : θέση / πόζα
- base / surface de pose : Bάση / επιφάνεια έδρασης
- poser : τοποθετώ ήλο
- FAQ / Foire aux questions : συχνές ερωτήσεις
- poser : αναπτύσσω ριπιδοειδώς
- se poser : να ακουμπίσει / να ακουμπίσει στο έδαφος
- piégeage / pose de pièges : παγίδευση / τοποθέτηση παγίδων
- garrotter / pose d'un garrot : απολινώ
Subscribe
0 Comments