Εφαρμογή του

position στα ελληνικά
position
λέγεται
ποζισιόν
.
position
σημαίνει στα ελληνικά
θέση / στάση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- position : θέση
- position : υπόλοιπο / "ποζισιόν"
- position / emplacement : Θέση μνήμης / θέση μνήμης
- lanterne / relais de code : εμπρόσθιος φανός θέσης
- s'exposer / être exposé : έκθεση / απόκτηση πρόσβασης
- netting / compensation : συμψηφισμός
- multiple / standard multiple : πολλαπλός χειρισμός χειριστηρίου
Subscribe
0 Comments