Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

posséder στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
posséder
λέγεται
ποσεντέ
.
posséder
σημαίνει στα ελληνικά
κατέχω / κάνω δικό μου
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • titre très demandé / titre très recherché : χρεόγραφα με ενεργό ζήτηση
  • posséder pour le compte de.. : κατέχω για λογαριασμό του ...
  • posséder un pouvoir de représentation : έχω πληρεξουσιότητα
  • posséder la capacité juridique la plus large : έχω την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα
  • jurisconsulte possédant des compétences notoires : νομικός ανεγνωρισμένου κύρους
  • jurisconsulte possédant des compétences notoires : νομικοί αναγνωρισμένου κύρους
  • chromosome possédant des réarrangements de structure : τακτοποιημένο χρωμόσωμα
  • des jurisconsultes possédant des compétences notoires : νομικοί αναγνωρισμένου κύρους / νομικοί ανεγνωρισμένου κύρους
  • la Communauté possède la capacité juridique la plus large : η Kοινότης έχει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα
  • ingrédient alimentaire possédant des propriétés aromatisantes : συστατικό τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments