Εφαρμογή του

pot στα ελληνικά
pot
λέγεται
πο
.
pot
σημαίνει στα ελληνικά
ποτηράκι / pot de fleurs γλάστρα / τύχη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- POT / coupe fil : Βάζο
- pot : κιβώτιο αναμεταδότη
- pot : γλάστρα
- pot / godet : Δοχείο κύπελλο
- H / pot : χόρτο
- CS / pot à poussières : θάλαμος ιζηματογενέσεως
- POTS / service téléphonique ordinaire : τηλεφωνικές υπηρεσίες συμβατικής τεχνολογίας
- strip / pots en tourbe en série : φυτοδοχείο από τύρφη
- motte / presse-pot : εδαφοτεμάχιο
Subscribe
0 Comments