Εφαρμογή του

poudre στα ελληνικά
poudre
λέγεται
πουντρ
.
poudre
σημαίνει στα ελληνικά
πούδρα / σκόνη / μπαρούτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poudre : πυρίτιδα
- poudre : σκόνη
- poudre : σκόνη κοπής
- poudre / propergol solide : στερεό καύσιμο / στερεά προωθητική ύλη
- héro / scag : άσπρη / 2)Α(άλφα)
- levure / poudre à lever : διογκωτικό αρτοποιΐας
- poudre : πούδρα
- poudrier / boîte à poudre : κουτί πούδρας
- adjuvant / fluidifiant : προσθετικό / ρευστοποιητικό υγρό
Subscribe
0 Comments