Εφαρμογή του

pouls στα ελληνικά
pouls
λέγεται
που
.
pouls
σημαίνει στα ελληνικά
σφυγμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fréquence / fréquence du pouls : συχνότητα / συχνότητα σφυγμού
- pouls radial : κερκιδικός σφυγμός
- pouls artériel : αρτηριακός παλμός / αρτηριακός σφυγμός
- pouls grimpant : ανιών σφυγμός
- pouls jugulaire : σφαγιτιδικός σφυγμός
- pouls carotidien : σφύξη καρωτίδας
- pouls capillaire : τριχοειδής σφυγμός
- cardiophone foetal / détecteur de pouls foetal : εμβρυϊκή καρδιοτηλεφωνία / εμβρυϊκή φωνοκαρδιογραφία
- accélération du pouls : αύξηση των σφυγμών
- accélération du pouls : ταχυπαλμία / επιτάχυνση του σφυγμού
Subscribe
0 Comments