Εφαρμογή του

poumon στα ελληνικά
poumon
λέγεται
πουμόν
.
poumon
σημαίνει στα ελληνικά
πνεύμονας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mou / poumons : πλεμόνια / πνευμόνια
- poumon vert / ceinture verte : ζώνη πρασίνου
- pulmonaire / herbe aux poumons : πνευμονική / πουλμονάρια
- base du poumon : βάσις του πνεύμονος
- poumon d'acier : πνευμονοθώρακας / πνεύμονας από ατσάλι
- abcès du poumon : πνευμονικό απόστημα
- cancer du poumon / cancer bronchique : πνευμονικός καρκίνος / βρογχογενές καρκίνωμα
- cancer du poumon : καρκίνος του πνεύμονα
- poumon en vitrail : πνεύμονας σε σχήμα μελικηρήθρας
- poumon artificiel / sac compensateur de pression : σάκος αντιστάθμισης της πίεσης / σάκος τύπου "τεχνητός πνεύμονας"
Subscribe
0 Comments