Εφαρμογή του

poursuite στα ελληνικά
poursuite
λέγεται
πουρσυίτ
.
poursuite
σημαίνει στα ελληνικά
δίωξη / κυνήγημα / συνέχιση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poursuite / procédure : διαδικασία
- poursuite : δίωξη
- poursuite : συνεχής καταδίωξη
- poursuite : καταδίωξη
- poursuite : ιχνηλάτηση
- poursuite : ποινική δίωξη
- orienteur / système-orienteur : σÙστημα προσανατολισμοÙ / σÙστημα παρακολοÙθησης του ήλιου
- procédures / poursuites administratives : διοικητική προσφυγή
Subscribe
0 Comments