Εφαρμογή του

pratique στα ελληνικά
pratique
λέγεται
πρατίκ
.
pratique
σημαίνει στα ελληνικά
πρακτικός / συνήθεια / πράξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pratique : πρακτική
- travesti / personne pratiquant le cross-dressing : παρενδυτικός / τραβεστί
- code PPP / code des pratiques préjudiciables en matière de prix dans la construction navale : κώδικας ΖΤ / πώληση πλοίων σε τιμή χαμηλότερη της κανονικής τους αξίας
- ad / camé : ναρκομανής
- entente / pratique commerciale restrictive : περιοριστική πρακτική εμπορίου
- MODINIS / programme pluriannuel (2003-2005) portant sur le suivi du plan d'action eEurope 2005, la diffusion des bonnes pratiques et l'amélioration de la sécurité des réseaux et de l'information : MODINIS / πολυετές πρόγραμμα (2003-2005) για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας των δικτύων και των πληροφοριών (MODINIS)
- dumping (Preferred) / vente à perte : ντάμπινγκ / πρακτικές ντάμπινγκ
- recueil BC / recueil de règles pratiques pour la sécurité du transport de cargaisons solides en vrac : κώδικας BC / κώδικας πρακτικών κανόνων του IMO για την ασφαλή μεταφορά στερεών φορτίων χύδην
- CBCB / Comité de Bâle sur le contrôle bancaire : Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας / Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία
Subscribe
0 Comments