Εφαρμογή του

précaire στα ελληνικά
précaire
λέγεται
πρεκέρ
.
précaire
σημαίνει στα ελληνικά
πρόσκαιρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- emploi précaire : επισφαλής απασχόληση
- statut précaire : αβέβαιο καθεστώς
- zones précaires : απομακρυσμένες περιοχές / Περιθωριοποιημένες περιοχές
- travail précaire : εργασία σε πρόσκαιρη βάση
- entreprise précaire : επιχειρήση με αβέβαιο μέλλον
- cavalier dans un état précaire : επισφαλές ανάχωμα
- permis de construire à titre précaire : προσωρινή άδεια ανέγερσης / προσωρινή οικοδομική άδεια
- principes pour l'engagement international dans les États fragiles et les situations précaires : αρχές για τη χρηστή διεθνή αντιμετώπιση των ασθενών κρατών και καταστάσεων
Subscribe
0 Comments