Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

précaution στα ελληνικά
précaution
λέγεται
πρεκοσιόν
.
précaution
σημαίνει στα ελληνικά
προσοχή / προφύλαξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- précaution : προληπτική ενέργεια
- précautions : μέτρα προφύλαξης / προφυλακτικά μέτρα
- rétention / achats de précaution : αποθησαύριση
- TAC de précaution / total admissible des captures de précaution : προληπτικό TAC / σύνολο επιτρεπομένων αλιευμάτων ασφαλείας
- LCP / ligne de crédit préventive : προληπτική πίστωση
- LPL / ligne de précaution et de liquidité : γραμμή πρόληψης και ρευστότητας
- Spo / précautions à prendre par les opérateurs : Spo / προληπτικά μέτρα ασφάλειας για τους χρήστες
- S35 / ne se débarasser de ce produit et de son récipient qu'en prenant toutes les précautions d'usage : Σ35 / λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του
- PP / principe de précaution : αρχή της προφύλαξης
- Fpa / taux de mortalité par pêche du niveau de l'approche de précaution : σημείο αναφοράς για το ποσοστό θνησιμότητας λόγω αλιείας / Fpa
Subscribe
0 Comments


