Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

prélèvement στα ελληνικά
prélèvement
λέγεται
πρελεβμάν
.
prélèvement
σημαίνει στα ελληνικά
ανάληψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prélèvement : εισφορά
- prélèvement / prélèvement automatique : άμεση χρέωση / αυτόματη εξόφληση λογαριασμών
- prélèvement : τάνυση/ολκή
- ponction / prélèvement : ανάληψη
- prélèvement : εξαγωγή / απόσπαση
- prélèvement : δειγματοληψία
- prélèvement : Aποκόλληση σμάλτου
- vidange / déstockage : απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα
- prélèvement : στοιχειώδες δείγμα
Subscribe
0 Comments


