Εφαρμογή του

prématuré στα ελληνικά
prématuré
λέγεται
πρεματυρέ
.
prématuré
σημαίνει στα ελληνικά
πρόωρος / εφταμηνίτικος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prématuré : πρόωρο βρέφος / πρόωρο νεογνό
- prématuré : πρόωρος
- prématuré / né avant terme : πρόωρο βρέφος
- couveuse / incubateur : επωαστήρας / θερμοκοιτίδα
- taux de décrochage scolaire (Preferred) / taux d'ASP : ποσοστό πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο
- abandon / avortement : απορριφθείς κύκλος
- né avant terme / naissance prématurée : πρόωρος τοκετός / πρόωρη γέννηση
- depart premature : πρόωρη διέγερση / πρόωρη πυροδότηση
- mortalité prématurée (Preferred) / mortalité précoce : πρόωρη θνησιμότητα
- canitie présénile / canitie prématurée : πρώιμος λεύκανσις
Subscribe
0 Comments