Εφαρμογή του

préparer στα ελληνικά
préparer
λέγεται
πρεπαρέ
.
préparer
σημαίνει στα ελληνικά
ετοιμάζω / προετοιμάζω / παρασκευάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- préparer / permettre : καθιστώ ικανό / αποκαθιστώ ικανό
- apprêter / préparer la tige : προετοιμάζω τα ψίδια
- preparer / mettre en condition : προετοιμασία
- chandoo / tchandoo : σαντού
- plat préparé / aliment cuisiné : προμαγειρευμένη τροφή / προπαρασκευασμένη τροφή
- plat cuisiné / aliment préparé : έτοιμο φαγητό / προμαγειρευμένο τρόφιμο
- dope / additif préparé de lubrification : παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως / παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
- plat préparé : έτοιμο φαγητό
- liant préparé : συνδετικό παρασκευασμένο
- pâte préparée : παρασκευασμένο ζυμάρι
Subscribe
0 Comments