Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

présent στα ελληνικά
présent
λέγεται
πρεζάν
.
présent
σημαίνει στα ελληνικά
παρών / παρόν / ενεστώτας / δώρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carbazole / dibenzopyrrole : καρβαζόλιο
- temps actuel / temps présent : παρών καιρός
- N6 / U6 : N6 / U6
- cours du jour / valeur présente : τιμή ημέρας / τρέχουσα αξία
- présents d'usage : συνήθη δώρα / παραδοσιακά δώρα
- garde armé à bord des aéronefs / policier de bord : ιπτάμενο προσωπικό ασφαλείας
- population de fait / population de facto : DE FACTO πληθυσμός / πραγματικός πληθυσμός
- personne présente : μόνιμος κάτοικος
- population présente : παρών (de facto) πληθυσμός
- présent mais occupé : INB / INS-BUSY
Subscribe
0 Comments


