Εφαρμογή του

prêter στα ελληνικά
prêter
λέγεται
πρετέ
.
prêter
σημαίνει στα ελληνικά
δανείζω / παραχωρώ / δίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prêtant : αντοχή στο τέντωμα / αντοχή στο τράβηγμα
- prête-nom : ξένο όνομα / αχυράνθρωπος
- sens prêtant : φορά τραβήγματος του δέρματος / διεύθυνση τραβήγματος του δέρματος
- ouvrier prêté / ouvrier en régie : εργάτης υπό δανεισμό
- prête à pondre : έτοιμη για ωοτοκία
- prêter serment : δίνω όρκο
- pool des monnaies / pool des monnaies prêtées : πουλ δανεισθέντων νομισμάτων
- prêter assistance : παρέχω βοήθεια
- emprunt via prête-nom : δάνειο αχυρανθρώπων / δάνειο σε αχυρανθρώπους
- lame prête à l'emploi : λάμα έτοιμη για χρήση
Subscribe
0 Comments