Εφαρμογή του

prêteur στα ελληνικά
prêteur
λέγεται
πρετέρ
.
prêteur
σημαίνει στα ελληνικά
δανειστής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prêteur / créditeur : πιστωτής / πιστωτικός φορέας
- prêteur : δανειστής
- prêteur officiel : επίσημος δανειστής
- organisme prêteur : δανειοδότης / δανειοδοτικός οργανισμός
- prêteur sur gages : ενεχυροδανειστής
- prêteur spécialisé : ειδικός δανεισμός
- prêteur d'ouvriers : επιχείρηση δανεισμού εργατικού δυναμικού
- institution de prêt / établissement prêteur : δανειοδοτικός οργανισμός
- prêteur de dernier recours / prêteur de dernier ressort : τελικός δανειστής / ύστατος δανειστής
- prêteurs non institutionnels : δανειστές χρημάτων
Subscribe
0 Comments