Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

prêtre στα ελληνικά
prêtre
λέγεται
πρετρ
.
prêtre
σημαίνει στα ελληνικά
ιερέας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- joël / prêtre : αθερίνα / σουβλίτης
- prêtre / cabasson : αθερίνα / σουβλίτης
- prêtre / athérine : αθερίνα / σουβλομύτης
- joël / prêtre : αθερίνα
- prêtre / cabasson : αθερίνα / αθερινός
- prêtres / athérine : αθερίνα / αθερίνες
Subscribe
0 Comments


