Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

prévoyant στα ελληνικά
prévoyant
λέγεται
πρεβουαγιάν
.
prévoyant
σημαίνει στα ελληνικά
προνοητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vol prévu : σχεδιασμένη πτήση
- dose prévue : προβλεπόμενη δόση
- flux prévu : ροή προβλεπόμενη από το σύστημα
- surlongueur / surlongueur totale prévue par élément du joint : συνολική προβλεπόμενη ανοχή μήκους εξαρτήματος για συγκόλληση
- carte prévue : χάρτης πρόγνωσης / προβλεπόμενος χάρτης
- usage prévu : προτεινόμενη χρήση
- au titre de / prévu à (au) : βάσει / δυνάμει
- prognostique / données prévues : προγνωστικά στοιχεία
- risque prévu : προβλεπόμενος κίνδυνος
- PNEC / concentration prévue sans effet : PNEC / προβλεπόμενη συγκέντρωση άνευ επιπτώσεων
Subscribe
0 Comments


