Εφαρμογή του

primaire στα ελληνικά
primaire
λέγεται
πριμέρ
.
primaire
σημαίνει στα ελληνικά
πρωτογενής / πρωτοβάθμιος / πρωτόγονος / δημοτικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stator / primaire : στάτωρ / πρωτεύων
- primaire : πρωτεύων,πρωτεύουσα,πρωτεύον
- primaire / cote primaire : πρωτεύουσα πλευρά
- conteneur / conditionnement primaire : εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο (συσκευασίας)
- laquage / vernissage primaire : προκαταρκτικό βερνίκωμα / προκαταρκτικό λακάρισμα
- branche / canal primaire : πρωτεύουσα διώρυξ
- caisson / cuve primaire : δοχείο αντίδρασης / δοχείο αντιδραστήρα
- néonate / larve primaire : Λάρβα πρώτου σταδίου
- phloème / phloème primaire : πρωτογενές φλοίωμα,φλοίωμα
- circuit HT / circuit primaire : πρωτεύουσα πλευρά / κύκλωμα υψηλής τάσης
Subscribe
0 Comments