Εφαρμογή του

prime στα ελληνικά
prime
λέγεται
πριμ
.
prime
σημαίνει στα ελληνικά
πριμ / ασφάλιστρο / επίδομα / δώρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prime / prime commerciale : ασφάλιστρο
- boni / prime : πρίμ
- prime : πριμ / αμοιβή
- prime : πριμ
- prime / gratification : πριμ
- agio / prime : agio / επιακαταλλαγή
- prime : πριμοδότηση
- agio / prime : πριμ / άτζιο
- prime / premium : διαφορά υπέρ το άρτιο
- EPIFP / profit futur sur primes futures : EPIFP / αναμενόμενο κέρδος από μελλοντικά ασφάλιστρα
Subscribe
0 Comments