Εφαρμογή του

projeter στα ελληνικά
projeter
λέγεται
προζτέ
.
projeter
σημαίνει στα ελληνικά
εκτοξεύω / σχεδιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- projeter / implanter : εμφυτεύω
- projector / machine à gunniter : διαχωριστής / φυγοκεντρική μηχανή
- jet projeté : εκτοξευόμενη δέσμη
- béton projeté : εκτοξευόμενο σκυρόδεμα
- débit projeté / débit massique projeté : παροχή ψεκαζόμενης μάζας
- débit projeté / débit cellule soutenu : SCR / διατηρήσιμος κυτταρικός ρυθμός
- image projetée : προβαλλόμενη εικόνα
- mortier projeté : εκτοξευόμενον κονίαμα
- surface projetée : προβαλλόμενη επιφάνεια
- diamètre projeté : προβαλλόμενη διάμετρος
Subscribe
0 Comments