Εφαρμογή του

prolongement στα ελληνικά
prolongement
λέγεται
προλονζμάν
.
prolongement
σημαίνει στα ελληνικά
προέκταση / επέκταση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- axone / cylindraxe : αξονικός κύλινδρος του νευρικού κυττάρου
- prolongement dégagé : δίοδος ελεύθερη εμποδίων
- prolongement dégagé : περιοχή καθαρή εμποδίων / προέκταση διαδρόμου για απογείωση
- prolongement dégagé : απόσταση προέκτασης διαδρόμου για απογείωση
- prolongement d'arrêt : περιοχή ακινητοποίησης
- safran de gouvernail / prolongement de gouvernail : ουρά πηδαλίου
- prolongements radiés / image en pattes de crabe : αστεροειδείς προεκτάσεις οζώδους σκίασης
- prolongement naturel : φυσική προέκταση
- prolongement deux fils : δισύρματη προέκταση
- prolongement céphalique : κεφαλική απόφυση / χορδιαία απόφυση
Subscribe
0 Comments