Εφαρμογή του

psychologique στα ελληνικά
psychologique
λέγεται
ψικολοζίκ
.
psychologique
σημαίνει στα ελληνικά
ψυχολογικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pédopiégeage / séduction malintentionnée des enfants : άγρα παιδιών μέσω διαδικτύου / αθέμιτη προσέγγιση παιδιών μέσω διαδικτύου
- fatigue mentale / fatigue psychologique : διανοητική κόπωση
- intégrité psychique (Preferred) / intégrité mentale : διανοητική ακεραιότητα / συναισθηματική ακεραιότητα
- harcèlement moral : ηθική παρενόχληση
- effet psychologique : ψυχολογική επίδραση
- stress psychologique : ψυχολογική πίεση
- effet d'entraînement / entraînement psychologique : ψυχολογική επίπτωση
- dépendance psychique / dépendance psychologique : ψυχολογική εξάρτηση
- conscience psychologique : αίσθηση / συνείδηση
- maturation psychologique : ψυχολογική ωρίμανση
Subscribe
0 Comments