Εφαρμογή του

pulsion στα ελληνικά
pulsion
λέγεται
πυλσιόν
.
pulsion
σημαίνει στα ελληνικά
ώθηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- élan / poussée : ώθηση / εισβολή νόσου
- tube à pulsion : παλμοσωλήνας / παλμικός σωλήνας
- pulsion agressive / pulsion d'agression : επιθετική τάση
- pulsion logorrhéique : πολυλογία / λογοδιάρροια
- pulsion orale agressive : τάσις προς δάγκωμα
- diverticule de pulsion de l'oesophage de Killian : εξωστικό εκκόλπωμα του οισοφάγου του Killian
Subscribe
0 Comments