Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

pulvériser στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
pulvériser
λέγεται
πυλβεριζέ
.
pulvériser
σημαίνει στα ελληνικά
ψεκάζω / κάνω σκόνη / καταρρίπτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • atomiser / nébuliser : ψεκάζω / εξαερώνω
  • pulvériser : ψεκάζω
  • jet pulvérisé / jet en brouillard : βολή ομίχλης
  • envols / cendres folles : Πτητική τέφρα / ιπτάμενη τέφρα
  • mica pulvérisé : σκόνη μαρμαρυγίας / κονιορτοποιημένη μαρμαρυγία
  • germe pulvérisé : κονιοποιημένο φύτρο
  • liège pulvérisé : φελλός σε σκόνη
  • liège pulvérisé : κονιορτοποιημένος φελλός
  • labour pulvérisé : άροση με κονιορτοποίηση του χώματος
  • volume pulvérisé : όγκος ψεκαστικού υγρού

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments