Εφαρμογή του

pulvériser στα ελληνικά
pulvériser
λέγεται
πυλβεριζέ
.
pulvériser
σημαίνει στα ελληνικά
ψεκάζω / κάνω σκόνη / καταρρίπτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- atomiser / nébuliser : ψεκάζω / εξαερώνω
- pulvériser : ψεκάζω
- jet pulvérisé / jet en brouillard : βολή ομίχλης
- envols / cendres folles : Πτητική τέφρα / ιπτάμενη τέφρα
- mica pulvérisé : σκόνη μαρμαρυγίας / κονιορτοποιημένη μαρμαρυγία
- germe pulvérisé : κονιοποιημένο φύτρο
- liège pulvérisé : φελλός σε σκόνη
- liège pulvérisé : κονιορτοποιημένος φελλός
- labour pulvérisé : άροση με κονιορτοποίηση του χώματος
- volume pulvérisé : όγκος ψεκαστικού υγρού
Subscribe
0 Comments