Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

pupille στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
pupille
λέγεται
πυπίγ
.
pupille
σημαίνει στα ελληνικά
ορφανός / κόρη (ματιού)
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • pupille : κόρη οφθαλμού
  • pupille : κόρη του ματιού
  • mydriase / dilatation pupillaire : μυδρίαση / διαστολή της κόρης του οφθαλμού
  • miose / myose : μύωση
  • pupille d'Adie / syndrome d'Adie : κόρη Adie / σύνδρομο Adie
  • pupille optique : οπτική κόρη
  • pupille de chat : κόρη του οφθαλμού γάτας
  • pupille de l'Etat : ανήλικος υπό την κηδεμονία του κράτους / ανήλικος υπό την επιτροπεία του κράτους
  • pupille de sortie : βαλβίδα εξόδου
  • pupille naturelle : φυσική κόρη

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments