Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

pupille στα ελληνικά
pupille
λέγεται
πυπίγ
.
pupille
σημαίνει στα ελληνικά
ορφανός / κόρη (ματιού)
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pupille : κόρη οφθαλμού
- pupille : κόρη του ματιού
- mydriase / dilatation pupillaire : μυδρίαση / διαστολή της κόρης του οφθαλμού
- miose / myose : μύωση
- pupille d'Adie / syndrome d'Adie : κόρη Adie / σύνδρομο Adie
- pupille optique : οπτική κόρη
- pupille de chat : κόρη του οφθαλμού γάτας
- pupille de l'Etat : ανήλικος υπό την κηδεμονία του κράτους / ανήλικος υπό την επιτροπεία του κράτους
- pupille de sortie : βαλβίδα εξόδου
- pupille naturelle : φυσική κόρη
Subscribe
0 Comments


