Εφαρμογή του

pur στα ελληνικά
pur
λέγεται
πυρ
.
pur
σημαίνει στα ελληνικά
αγνός / ατόφιος / καθαρός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pur / authentique : καθαρός
- pur : αμιγές
- Union internationale de chimie pure et appliquée / UICPA : IUPAC / Διεθνής Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας
- GPV / graine pure vivante : σπόρος ζων καθαρός
- CCAC / Coalition pour le climat et l'air pur visant à réduire les polluants de courte durée de vie ayant un effet sur le climat : Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων / Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα
- réactif analytique / r.p. : αναλυτικό αντιδραστήριο / αντιδραστήριο αναλυτικής ποιότητας
- HAP / hectolitre d'alcool pur : εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης
- CAFE / Programme "Air pur pour l'Europe" : CAFE / Πρόγραμμα "Καθαρός αέρας για την Ευρώπη"
- AP / alcool pur : καθαρή αλκοόλη
- toner / pigment pur : στερεωτικό
Subscribe
0 Comments