Εφαρμογή του

pureté στα ελληνικά
pureté
λέγεται
πυρτέ
.
pureté
σημαίνει στα ελληνικά
αγνότητα / καθαρότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pureté : καθαρότητα
- titre (Preferred) / pureté : τίτλος
- titre : τίτλος
- degré de pureté : βαθμός αγνότητας
- pureté du métal : καθαρότητα του μετάλλου
- pureté garantie : εγγυημένη καθαρότητα
- pureté chimique : χημική καθαρότης
- pureté d'un type : καθαρότητα ενός τύπου
- aimant de pureté / aimant de pureté couleur : μαγνήτης καθαρότητας χρωμάτων
Subscribe
0 Comments