Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

purger στα ελληνικά
purger
λέγεται
πυρζέ
.
purger
σημαίνει στα ελληνικά
καθαρίζω / εκτίνω / εξαερώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- purger : επιτρέπω διαρροή ρευστού
- purges / laxatifs : υπακτικά / καθαρτικά
- purge : καθαρισμός
- purgeur / robinet de purge : βαλβίδα απόπλυσης / βαλβίδα καθαρισμού
- drain / purge(B) : ακροφύσιο εκκενώσεως
- purge / bleeder : βαλβίδα εκροής / βαλβίδα κατάθλιψης
- purge / dégazage : εξαερισμός
- purge : διάταξις εκκενώσεως / διάταξις καθαρισμού
- purge / période de purge : φάση καθαρισμού
- purge : εξαερισμός συστήματος
Subscribe
0 Comments


