Εφαρμογή του

qualification στα ελληνικά
qualification
λέγεται
καλιφικασιόν
.
qualification
σημαίνει στα ελληνικά
πρόκριση / χαρακτηρισμός / κατάρτιση / ειδίκευση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- qualification : εξέταση ποιότητας
- qualification : ικανότητα / Ικανότητα, ειδικότητα
- qualification : προσόν
- qualification : ικανότητα
- essai de type / essai de qualification : δοκιμές τύπου
- essai préalable / essai d'homologation : δοκιμασία ικανότητας
- qualifications : προσόντα
- qualification FSTD / qualification d’entraîneur synthétique de vol : αξιολόγηση καταλληλότητας FSTD / αξιολόγηση καταλληλότητας εκπαιδευτικής συσκευής εξομοίωσης πτήσης
- titre de formation : τίτλος εκπαίδευσης
- test de validation / test de qualification : δοκιμή τυπικών προσόντων
Subscribe
0 Comments