Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

qualifier στα ελληνικά
qualifier
λέγεται
καλιφιέ
.
qualifier
σημαίνει στα ελληνικά
χαρακτηρίζω / προκρίνω / καταρτίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vol aggravé / vol qualifié : διακεκριμένη κλοπή
- qualifié : αξιολογημένος ως κατάλληλος
- nom qualifié : Χαρακτηρισμένο όνομα
- AQUA / autorité d'évaluation qualifiée : εγκεκριμένη αρχή αξιολόγησης
- dépôt / entreprise de distribution professionnellement qualifiée : αποθήκη / επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση
- marin qualifié / matelot qualifié : ναυτικός ειδικευμένος
- agent qualifié : ειδικευμένος χειριστής
- emploi qualifié : ειδικευμένη απασχόληση
- VMQ / vote à la majorité qualifiée : ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία
- viol qualifié : διακεκριμένη μορφή βιασμού
Subscribe
0 Comments


