Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

qualité στα ελληνικά
qualité
λέγεται
καλιτέ
.
qualité
σημαίνει στα ελληνικά
ποιότητα / προσόν / ιδιότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- qualité / qualité d'acier : ποιότητα
- qualité : εξουσιοδότηση
- qualité : ποιότητα
- qualité / caractère : χαρακτηριστικό
- lashing / cordage de qualité inférieure : σχοινιά κατώτερης ποιότητας
- confort / qualité du transport : άνεση οχήματος
- REQUEST / fiabilité et qualité du logiciel européen : request / αξιοπιστία και ποιότητα του ευρωπαϊκού λογισμικού
- VLQPRD / vlqprd : οίνος ποιότητας λικέρ που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής
- vmqprd / vin mousseux de qualité produit dans une région déterminée : αφρώδη κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε καθορισμένες περιοχές / αφρώδης οίνος ποιότητας που παρασκευάζεται εντός καθορισμένης περιοχής
Subscribe
0 Comments


