Εφαρμογή του
quantité στα ελληνικά
quantité
λέγεται
καντιτέ
.
quantité
σημαίνει στα ελληνικά
ποσότητα / πλήθος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- quantité : μέγεθος / ποσότητα
- quantité : ποσότητα' μέγεθος
- molarité / concentration molaire : μοριακή συγκέντρωση
- bit / logon : σάνον / shannon
- exposition / quantité d'éclairement : έκθεσις / επίδειξις
- ozone total / quantité totale : ολικό όζον
- HPVC / production en grande quantité d'un produit chimique : HPVC / χημική ουσία παραγόμενη σε μεγάλες ποσότητες
- PPQM / protocole relatif aux petites quantités de matières : πρωτόκολλο μικρών ποσοτήτων
- HPV / production en grande quantité : HPV / παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες
- UQA / unité de quantité attribuée : καταλογισμένη ποσοτική μονάδα / AAU
Subscribe
0 Comments