Εφαρμογή του

quart στα ελληνικά
quart
λέγεται
καρ
.
quart
σημαίνει στα ελληνικά
τέταρτο / βάρδια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- quart / bordée : φυλακή / βάρδια(κν.)
- quart : τέταρτο
- poste / quart : βάρδια / περιστροφή
- quart : τεταρτημόριο
- quart / quartaut : βαρέλι μέτριο
- quart gras : παχύς φιλές / φιλές ίσος προς το τέταρτο στοιχείο των 12 στιγμών
- quart monde / quart-monde : άτομα που ζουν στο όριο της φτώχειας
- beurre allégé / trois quarts beurre : ελαφρό βούτυρο / βούτυρο "τρία τέταρτα"
- joint arrondi / joint quart de rond : στρογγυλεμένο άκρο
- quart de rond : τεταρτοκυκλικά κομμένη ξυλεία / ξυλεία κομμένη σε τεταρτημόρια κορμού
Subscribe
0 Comments