Εφαρμογή του

rabattre στα ελληνικά
rabattre
λέγεται
ραμπάτρ
.
rabattre
σημαίνει στα ελληνικά
κατεβάζω / κόβω / επαναφέρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- recéper / rabattre : τέμνω την κόμη / αφαιρώ την κόμη
- rabattre : Κατευθύνω
- coin grugé / coin rabattu : Kόψιμο γωνίας τζαμιού(με πένσα)
- rabat : καπάκι
- rabat-huile : λίπανση με εκτίναξη
- rabat : πτερύγιο
- Rabat : Ραμπάτ
- bord de corps / bordage de corps : χείλος κορμού / χείλος σώματος
- col avec rabat : περιλαίμιο με τραχηλιά
- bout rabattant : μετωπική καταπίπτουσα παρειά
Subscribe
0 Comments