Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

raccorder στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
raccorder
λέγεται
ρακορντέ
.
raccorder
σημαίνει στα ελληνικά
συνδέω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • connecter / raccorder : συνδέω
  • adapter / raccorder : πρόχειρη τροποποίηση
  • ragréer / raccorder : επεξεργάζομαι ένα καλούπι
  • connecter / raccorder en série : σύνδεση σε σειρά
  • appareil du type B / appareil raccordé à un circuit de combustion non étanche : συσκευή τύπου Β / συσκευή με αγωγό απαερίων
  • puissance raccordée / valeur de raccordement : ισχύς παροχής / φορτίο σύνδεσης
  • radiateur non raccordé / radiateur sans dégagement : θερμάστρα χωρίς καπναγωγό
  • circuit raccordé en étoile : αστεροειδής σύνδεση γεννήτριας
  • centrale raccordée au réseau : ηλεκτροπαραγωγός σταθμός διασυνδεδεμένος με το δίκτυο
  • raccordés en fréquences vocales : διασυνδεδεμένο με αναλογικές αρτηρίες

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments