Εφαρμογή του

raccrocher στα ελληνικά
raccrocher
λέγεται
ρακροσέ
.
raccrocher
σημαίνει στα ελληνικά
κρεμάω / κλείνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- raccrocher : κατεβάζω το ακουστικό
- raccrocher : απόθεση μικροτηλεφώνου
- invitation à raccrocher : προτροπή πρός απόθεση της χειροσυσκευής
- équipement avec combiné raccroché : εξοπλισμός χωρίς τη χρήση του ακουστικού
- blocage de l'invitation à raccrocher : φραγή του σήματος απόθεσης της χειροσκευής
Subscribe
0 Comments