Εφαρμογή του

racheter στα ελληνικά
racheter
λέγεται
ραστέ
.
racheter
σημαίνει στα ελληνικά
εξαγοράζω / αγοράζω / εξιλεώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- racheter : εξαγοράζω
- racheter : συνδέω
- racheter : καλύπτω μια θέση / αντισταθμίζω μια θέση
- obligation rachetée : ομολογία που έχει εξαγοραστεί
- dette rachetée au rabais / dette rachetée moyennant décote : εξαγορά χρέους με έκπτωση
- racheter au prix du marché : εξαγοράζω σε τιμή της αγοράς
- obligations émises par la société et rachetées par elle : ομολογίες επαναγορασθείσες (ξαναγορασμένες)
- les éléments d'actif qui doivent être rachetés au prix déterminé ... : τα στοιχεία του ενεργητικού που πρόκειται να επανεκχωρηθούν σε καθορισμένη τιμή
- actions ... rachetées ou remboursées ... à charge des actifs des sociétés : μετοχές που εξαγοράζονται ή εξοφλούνται ...
Subscribe
0 Comments