Εφαρμογή του

radical στα ελληνικά
radical
λέγεται
ραντικάλ
.
radical
σημαίνει στα ελληνικά
ριζικός / ριζοσπαστικός / ριζοσπάστης / ρίζα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- radical : ριζικός
- racine / radical : ρίζα
- radical : βάση
- groupe / radical (Obsolete) : ομάδα
- UDF-Rad. / Union pour la démocratie française - Parti radical : UDF-Rad. / ΄Ενωση για τη Γαλλική Δημοκρατία - Ριζοσπαστικό Κόμμα
- SYRIZA / Coalition de la gauche radicale : ΣΥΡΙΖΑ / Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
- Rad. / Parti radical : ΡΚ / Rad.
- PRG / Parti radical de gauche : PRG
- herniotomie / cure de hernie : κηλοτομία / εγχείρηση κήλης
- RL / radical libre : ελεύθερη ρίζα
Subscribe
0 Comments