Εφαρμογή του

radier στα ελληνικά
radier
λέγεται
ραντιέ
.
radier
σημαίνει στα ελληνικά
διαγράφω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- radier : δάπεδο δεξαμενής
- radier : δάπεδο / πυθμένας
- radier : πλάκα θεμελιώσεως
- fond / radier : πυθμήν
- radier / massif de soutènement : στέψη φράγματος
- radiant / actinogène : ραδιενεργός / ακτινενεργός
- raie radiée / MUL : ράσα / βάτος
- radier armé / radier en béton armé : οπλισμένος πυθμένας / οπλισμένη κοιτόστρωση
- radier plan : επίπεδο θαλάμου δεξαμενής ανύψωσης
- radier du sas : δάπεδο 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσης / κοιτόστρωση 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσης
Subscribe
0 Comments