Εφαρμογή του

raideur στα ελληνικά
raideur
λέγεται
ρεντέρ
.
raideur
σημαίνει στα ελληνικά
ακαμψία / αποτομιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- raideur : ακαμψία
- raideur : μέτρο δυσκαμψίας
- raideur : ακαμψία / δυσκαμψία
- raideur du câble : ακαμψία συρματόσχοινου
- matrice de raideur : μητρώο ακαμψίας
- raideur de coupure / pente aux frontières : ρυθμός αποκοπής / κλίση της πτώσης της φασματικής απόκρισης στα όρια της ζώνης διέλευσης
- raideur dynamique / constante dynamique du ressort : δυναμική δυσκαμψία
- raideur d'un ressort : ακαμψία ελατηρίου
- coefficient de raideur du câble : συντελεστής ακαμψίας συρματόσχοινου
Subscribe
0 Comments