Εφαρμογή του

raie στα ελληνικά
raie
λέγεται
ρε
.
raie
σημαίνει στα ελληνικά
χωρίστρα / ρίγα / σελάχι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- raie : αυλάκι / αυλακιά αρότρου
- raies / rajidés : βάτοι / ράσες
- raie : στενοί και αβαθείς αύλακες διηθήσεως
- ICRU / CIUMR : Διεθνής Επιτροπή Μονάδων και Μετρήσεων Ακτινοβολιών / Διεθνής Επιτροπή Μονάδων Ακτινοβολιών (Obsolete)
- \GRA / grondeur rayé : βουτυρόψαρο της Αφρικής
- \BON / bonite commune : ρίκι / παλαμίδα
- rayé : χαραγμένη ξυλεία
- raies / pocheteaux : βάτοι / ράσες
- listao / bonite à ventre rayé : λακέρδα / παλαμίδα
- raies / pocheteau : SKA / βάτοι
Subscribe
0 Comments