Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ralentissement στα ελληνικά
ralentissement
λέγεται
ραλαντισμάν
.
ralentissement
σημαίνει στα ελληνικά
επιβράδυνση / κόψιμο ταχύτητας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- modération / ralentissement : επιβράδυνση
- ralentissement : σταδιακή επιβράδυνση
- modération / ralentissement : επιβράδυνση
- ralentissement / signal de ralentissement : σήμα βραδυπορίας / σήμα περιορισμού ταχύτητας
- décélération / ralentissement : πέδηση / φρενάρισμα
- bande rugueuse / revêtement de ralentissement : λωρίδα με τραχεία επιφάνεια
- rappel à...km/h : επενθύμηση βραδυπορίας κάτω των.....km/h
- bradypéristaltisme / ralentissement du péristaltisme : βραδύς περισταλτισμός
- récession / récession économique : οικονομική κάμψη / πτωτική στροφή της οικονομίας
- densite de freinage / densite de ralentissement : πυκνότητα επιβραδύνσεων
Subscribe
0 Comments


