Εφαρμογή του

râler στα ελληνικά
râler
λέγεται
ραλέ
.
râler
σημαίνει στα ελληνικά
φωνάζω / γκρινιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- râle : ρόγχοι
- râle d'eau : νεροκοτσέλα
- râle poussin / marouette poussin : μικροπουλάδα
- râle sibilant : ρόγχος / βρογχικός ρόγχος
- râle marouette / marouette ponctuée : στικτοπουλάδα
- râle des genêts : ορτυγομάνα
- râle de Weka de l'Est : ράλλος ο υλαίος
- crépitation de retour / râle crépitant de retour : υπόστρoφoς τρίζωv / o υπόστρoφoς τρίζωv της πvευμovίας
- râle par corps étranger : φύσημα από ξένο σώμα
- râle de l'île de Lord Howe : υλαίος ράλλος του λόρδου Χάου
Subscribe
0 Comments