Εφαρμογή του

rame στα ελληνικά
rame
λέγεται
ραμ
.
rame
σημαίνει στα ελληνικά
κουπί / συρμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rame : στήριγμα φυτού
- rame : είδος κουμπιού
- rame / rame continue : ράμα
- rame : δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφής
- rame / train : αμαξοστοιχία
- rame / unité de traction : ενιαία αμαξοστοιχία / σύνθεση
- rame : συρμός / αμαξοστοιχία
- rame / rame de manoeuvre : σύνθεση που κάνει καμπύλες
- RTG / rame à turbine à gaz : αεριοστροβιλοκίνητος συρμός
- ramer : περνώ στη ράμα / επεξεργάζομαι στη ράμα
Subscribe
0 Comments