Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

rangée στα ελληνικά
rangée
λέγεται
ρανζέ
.
rangée
σημαίνει στα ελληνικά
σειρά / στοίχος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rangée : σειρά / κατά μήκος σειρά
- rangée / rangée de bande : σειρά
- rangée : σειρά δελτίου
- rangée / rangée de mailles : σειρά
- ranger : τακτοποιώ, στοιβάζω
- ranger : διατάσσω
- ranger / ordonner : διευθέτηση
- ligne / traverse : γραμμή
- DIMM / module de mémoire DIMM : λειτουργική μονάδας μνήμης διπλής εισόδου
- mémoriser / mettre en mémoire : απομνημονεύω
Subscribe
0 Comments


