Εφαρμογή του

rappel στα ελληνικά
rappel
λέγεται
ραπέλ
.
rappel
σημαίνει στα ελληνικά
ανάκληση / ενθύμηση / καθυστερούμενα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rappel / rappel du produit du marché : ανάκληση
- rappel : επιλογή νομισματικής μονάδας για εξόφληση δανείου
- rappel : βραχίων επαναφοράς
- rappel / rappel de salaire : καταβολή καθυστερουμένων χρηματικών παροχών
- rappel : επανεπισκέπτομαι
- suite / rappel : επανάληψη
- rappel : επανάκληση
- rappel / rappel automatique : αυτόματη επανάκληση
- recul / rappel : διαδρομή επαναφοράς
- rappel : αυτόματη επανάκληση
Subscribe
0 Comments